- ἀέναος
- ἀέ-νᾰος [ᾱ-], ον, ([etym.] νάω Α)A
ἀένναος Hdt.
,αἰέναος IG5(1).1119
(Geronthrae, iv B. C.); [var] contr. [full] ἀείνως Ar.Ra.146, gen. pl.ἀείνων Cratin. 20
D.: Trag. only in lyr.:—ever-flowing,κρήνης τ' ἀενάου καὶ ἀπορρύτου Hes. Op.595
; ἀ. λίμνη, ποταμός, Hdt.1.93,145, cf. Simon.120;ποταμοί A.
Supp..553, E.Ion1083, cf. 118;Ἀχέρων Theoc.15.102
;ἀενάου πυρός Pi.P.1.6
, cf. Call.Ap.83;βόρβορον καὶ σκῶρ ἀείνων Ar.
l.c.;ἀέναοι νεφέλαι Id.Nu.275
;—generally, everlasting,ἀρετᾶς . . κόσμον ἀέναόν τε κλέος Simon.4.9
; ἀ. τιμά, of Zeus, Pi.O.14.12;ἀ. κράτος E.Or.1299
(lyr.); ἀενάοις ἐν τραπέζαις, of public hospitality, Pi.N. 11.8; γλῶτταν καλῶν λόγων ἀείνων Cratin.l.c.:—also in Prose,κλέος Heraclit.29
;τροφή X.Ages.1.20
;ἀεναώτερον . . τὸν ὄλβον παρέχειν Id.Cyr.4.2.44
;ἀέναον οὐσίαν πορίσαι Pl.Lg.966e
;ἀ. ποταμῶν ἀμήχανα μεγέθη Id.Phd.111d
, cf. Arist.Mete.349b9;θῖνες LXX Ba.5.7
;ἀένναοι τῶν θεῶν πρόσοδοι Procl.Inst.152
. Adv.ἀενάως Arist. Oec.1346b15
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.